- ὀχλῶ
- ὀχλάζωto be in a tumultfut ind act 1st sg (attic epic ionic)ὀχλέωmovepres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀχλέωmovepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχλώ — (ΑΜ ὀχλῶ, έω) [όχλος] ενοχλώ νεοελλ. (νομ.) κάνω υπόμνηση τού χρέους τού οφειλέτη προς εμένα αρχ. 1. κινώ, κυλίω («ψηφῑδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ὀχλοῡμαι, έομαι (σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο … Dictionary of Greek
ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλῳ — ὄχλος crowd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλωι — ὄχλῳ , ὄχλος crowd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
народъ — НАРОД|Ъ (286), А с. 1.Народ, люди: и видѣвъ многь народъ въпроси чьто творѧть тѹ. ЖФП XII, 60г; и пришьдъ обрѣтъ народъ многъ. ЧудН ХII, 66в; и пакы не могѹ с тобою бытi ѥдинъ. народъ хощю видѣти. ПрЛ XIII, 14а; ты ѥси наставникъ народомъ. СбЯр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αόχλητος — ἀόχλητος, ον (Α) [οχλώ] αυτός που δεν ενοχλείται, ήσυχος … Dictionary of Greek
διοχλώ — διοχλῶ ( έω) (Α) [οχλώ] ενοχλώ υπερβολικά … Dictionary of Greek
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] … Dictionary of Greek